- διγενής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή1. αυτός που προέρχεται από δύο διαφορετικά γένη.2. (βιολ.), αυτός που έχει αρσενικά και θηλυκά γεννητικά μόρια, ο ερμαφρόδιτος.3. (γραμμ.), το όνομα που παρουσιάζει τον ίδιο γραμματικό τύπο για το αρσενικό και το θηλυκό γένος, π.χ. ο, η ψευδής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.